Γράφει ο Παπα-Ηλίας Υφαντής
Εκείνος ενενήντα δύο χρονών κι εκείνη ογδόντα πέντε. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους το πέρασαν στα Λιαγκαίικα. Πρόκειται για το Γιάννη Τσώνη και τη σύζυγό του Πολυξένη. Που τώρα, για τις ανάγκες της ηλικίας τους, μένουν στο Αγρίνιο, όπου και τους συνάντησα, για ν' ακούσω την αξιοπρόσεχτη-όπως πιστεύω-περιπέτεια της ζωής τους:
Κατάγονται, όπως μου είπαν, απ' το ίδιο χωριό, το Μερίκι της Ευρυτανίας. Και, μολοντούτο, ίσως ποτέ να μην είχαν προσέξει ο ένας τον άλλο, αν ο μεγάλος σκηνοθέτης της ζωής δεν τους είχε κανονίσει ένα καθοριστικό ραντεβού κάπου εκεί στ' Άγραφα, μεταξύ Φθιώτιδας και Ευρυτανίας, όπως θα ιδούμε στη συνέχεια:
- «Απ' τις 2 Μαΐου του '38, διηγείται ο Γιάννης, είχα υπηρετήσει στο στρατό. Απ' όπου και απολύθηκα στις 2 Μαΐου του '40. Για να με ξανακαλέσουν μόλις ύστερα από τρεις μήνες, στους εφέδρους. Κι έτσι ο πόλεμος του '40 με βρήκε στο Καλπάκι. Από κει με τα πόδια στην Κακαβιά, Αργυρόκαστρο, Τεπελένι, μέσα σε τρία μέτρα χιόνι. Έπαθα κρυοπαγήματα. Μου απένειμαν ηθικές αμοιβές, επειδή ήμουνα καλός στρατιώτης και καλός πολεμιστής.
Επειδή όμως στη διάρκεια της Κατοχής ήμουνα οργανωμένος στο ΕΑΜ, το καλοκαίρι του 1946 κάποιοι με χτύπησαν άσχημα. Και γι' αυτό, προκειμένου ν' αποφύγω τα χειρότερα, αναγκάστηκα να καταταχτώ στο δημοκρατικό στρατό, όπου υπηρέτησα ως λοχαγός.
Σε κάποια μάχη στη Φθιώτιδα τραυματίστηκα, με κάταγμα συντριπτικό στο πόδι. Με τις φωνές, που έκανα ως τραυματίας, με άκουσαν απ' τα διπλανά φυλάκια και η Πολυξένη-η σημερινή γυναίκα μου-ήταν η πρώτη, που ήρθε και περιποιήθηκε το τραύμα μου. Με πήρε στον ώμο, γιατί το σημείο, στο οποίο βρισκόμουν-κοντά στο δρόμο-ήταν επικίνδυνο και με ανέβασε σε ασφαλέστερο σημείο. Και μετά το περιστατικό αυτό χαθήκαμε».
-Εσείς, ρωτάω την κυρία Πολυξένη, πώς βρεθήκατε στο αντάρτικο;
-«Εμένα οι αντάρτες με επιστρατεύσανε μαζί με άλλα κορίτσια.
-Αν δεν κάνω λάθος, είχατε και σεις τραυματιστεί.
-«Βέβαια. Ήμασταν κάπου κοντά στα σύνορα, με το Φλωράκη. Είχαμε αποκλειστεί. Εκεί τραυματίστηκα. Έκατσα 18 μέρες μέσα σε μια σπηλιά μόνη μου. Η σφαίρα είχε διαπεράσει το σαγόνι μου και είχε καταστρέψει τα δόντια μου. Θυμάμαι τα σκουλήκια, που έπεφταν απ' την πληγή μου σαν κριθαράκι και γέμιζε το στόμα μου. Ακόμη σήμερα δεν μπορώ να φάω κριθαράκι.…».
-Τελικά τι απογίνατε μετά τον τραυματισμό σας;
-«Εγώ ,λέει ο Γιάννης, δύο μήνες παρέμεινα μαζί με άλλους 3-4 ελαφρότερα τραυματίες σε μια λούφα-όπως λεγόταν οι ασφαλείς κρυψώνες μέσα στο δάσος. Εκεί σ' αυτή την κατάσταση μας ανακάλυψε ο στρατός. Εγώ εκείνη τη στιγμή διέφυγα τη σύλληψη. Γιατί την ώρα, που συνέλαβαν τους άλλους ήμουνα λίγο πιο πέρα και δεν με βρήκαν.
Όμως ύστερα από καμιά δεκαριά μέρες με ανακάλυψαν. Σκέφτηκα ότι θα με σκότωναν. Ένας όμως ανθυπολοχαγός-δεν θα ξεχάσω ποτέ το όνομά του: Γιώργος Δεληγιάννης απ' την Αλεξανδρούπολη-μου 'δωσε θάρρος: "Μη φοβάσαι Μη φοβάσαι"! μου φώναζε διαρκώς. Κι όχι μόνο δεν με σκότωσαν, αλλά κυριολεκτικά "με κράτησαν στα χέρια". Κι ύστερα μου 'δωσαν ζώο και τρόφιμα κι ο ανθυπολοχαγός δεν έπαυε να μου δίνει κουράγιο. Έπεσα σε άγιους ανθρώπους...»
-«Κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα και στη δική μου περίπτωση, λέει η κ. Πολυξένη: Ύστερα από λίγο καιρό προδόθηκε η κρυψώνα μας. Μας περικύκλωσαν και μας συνέλαβαν. Δυο τρεις άντρες, που ήταν τραυματίες, τους σκότωσαν. Έναν άλλο τον έριξαν από μια γέφυρα στο ποτάμι. Κι έπειτα είπαν σε μένα: «Συναγωνίστρια ο συναγωνιστής πάει για ψάρεμα…».
-Ποια ήταν η οδύσσεια του καθενός σας από δω και πέρα;
-«Από δω και πέρα, λέει ο Γιάννης, άρχισε η περιπέτεια των φυλακών: Πέρασα από δυο στρατοδικεία και δικάστηκα δεκαεφτά και δώδεκα χρόνια αντίστοιχα. Γιατί, πέραν της κατηγορίας ότι κατατάχτηκα στο δημοκρατικό στρατό, δεν με βάραινε καμιά άλλη. Στη φυλακή κάθισα τρία χρόνια και για το υπόλοιπο της ποινής μου πήρα χάρη».
-«Εμένα, λέει η κ. Πολυξένη, μετά τη σύλληψή μου με πήρε ο στρατός και με πήγε στην Άρτα και τελικά στην Αθήνα, στο νοσοκομείο. Είχα δυο-τρεις μήνες μέσα. Κι όταν έγινα καλά μου είπαν: «Μετά το στρατοδικείο-ήταν σίγουροι για την αθώωσή μου- να ξανάρθεις, για να σου κάνουμε πλαστική εγχείριση. Μετά όμως τη θεραπεία μου και την αθώωσή μου το τελευταίο πράγμα που μ' ενδιέφερε ήταν οι πλαστικές εγχειρίσεις και η αισθητική του προσώπου μου…"
-Τελικά πώς φτάσατε στο γάμο;
-«Μετά το περιστατικό του τραυματισμού μου, όπως είπα και πρωτύτερα, συνεχίζει ο Γιάννης, χαθήκαμε. Και δεν ήξερα αν η Πολυξένη ζει ή χάθηκε. Και χάρηκα, όταν στις φυλακές της Λαμίας την ξαναείδα. Είπα, λοιπόν, στον πατέρα μου: Θα πάρεις αυτή την κοπέλα στο σπίτι μας. Κι αν γυρίσω στο σπίτι θα την παντρευτώ. Αν όμως δεν γυρίσω, θα την παντρέψεις εσύ, σάμπως να 'ναι κόρη σου!
Έτσι κι έγινε. Η κοπέλα πέρασε κι αυτή από στρατοδικείο και απαλλάχτηκε. Και ο πατέρας μου, όπως του είπα, πήγε και την πήρε και την έφερε στο σπίτι μας, όπου και με περίμενε για ένα εξάμηνο.
Δυο μέρες μετά την επιστροφή μου έγινε ο γάμος μας. Η ζωή μας από κει και πέρα ήταν, δόξα τω Θεώ, όμορφη και ευτυχισμένη. Έχω δυο γιους-καλά παιδιά -και τέσσερις εγγονές.
Έτσι η οδύσσειά μου, που άρχισε στις δύο Μαΐου του '38 ύστερα από περιπέτεια δεκατεσσάρων χρόνων, τερματίστηκε στις δύο Μαΐου το '52. Οπότε και γύρισα στο σπίτι μου. Η ημερομηνία δύο Μαΐου κατά ένα μυστηριώδη τρόπο σημάδεψε τους αλλεπάλληλους σταθμούς της 14χρονης οδύσσειάς μου: Στο στρατό, στο αντάρτικο, στη φυλακή, στην επιστροφή στο σπίτι μου...."
Ο Γιάννης Τσώνης των 92 και η κ. Πολυξένη των 85 Μαΐων, πάλεψαν και διώχτηκαν για τη δικαιοσύνη. Μέσα στον ανεμοστρόβιλο του εμφυλίου, με τα μεγάλα πάθη και λάθη, κράτησαν άσβεστη τη φλόγα της ανθρωπιάς τους. Και τώρα μέσα στα χιόνια των γηρατειών τους θυμούνται τα χιόνια των βουνών, στα οποία πολέμησαν. Κι ελπίζουν πως ο Μάης του αγώνα του δικού τους και τόσων άλλων θα φέρει κάποτε το καλοκαίρι της δικαιοσύνης και της ειρήνης για όλη την ανθρωπότητα και όλους τους ανθρώπους…
Εκείνος ενενήντα δύο χρονών κι εκείνη ογδόντα πέντε. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους το πέρασαν στα Λιαγκαίικα. Πρόκειται για το Γιάννη Τσώνη και τη σύζυγό του Πολυξένη. Που τώρα, για τις ανάγκες της ηλικίας τους, μένουν στο Αγρίνιο, όπου και τους συνάντησα, για ν' ακούσω την αξιοπρόσεχτη-όπως πιστεύω-περιπέτεια της ζωής τους:
Κατάγονται, όπως μου είπαν, απ' το ίδιο χωριό, το Μερίκι της Ευρυτανίας. Και, μολοντούτο, ίσως ποτέ να μην είχαν προσέξει ο ένας τον άλλο, αν ο μεγάλος σκηνοθέτης της ζωής δεν τους είχε κανονίσει ένα καθοριστικό ραντεβού κάπου εκεί στ' Άγραφα, μεταξύ Φθιώτιδας και Ευρυτανίας, όπως θα ιδούμε στη συνέχεια:
- «Απ' τις 2 Μαΐου του '38, διηγείται ο Γιάννης, είχα υπηρετήσει στο στρατό. Απ' όπου και απολύθηκα στις 2 Μαΐου του '40. Για να με ξανακαλέσουν μόλις ύστερα από τρεις μήνες, στους εφέδρους. Κι έτσι ο πόλεμος του '40 με βρήκε στο Καλπάκι. Από κει με τα πόδια στην Κακαβιά, Αργυρόκαστρο, Τεπελένι, μέσα σε τρία μέτρα χιόνι. Έπαθα κρυοπαγήματα. Μου απένειμαν ηθικές αμοιβές, επειδή ήμουνα καλός στρατιώτης και καλός πολεμιστής.
Επειδή όμως στη διάρκεια της Κατοχής ήμουνα οργανωμένος στο ΕΑΜ, το καλοκαίρι του 1946 κάποιοι με χτύπησαν άσχημα. Και γι' αυτό, προκειμένου ν' αποφύγω τα χειρότερα, αναγκάστηκα να καταταχτώ στο δημοκρατικό στρατό, όπου υπηρέτησα ως λοχαγός.
Σε κάποια μάχη στη Φθιώτιδα τραυματίστηκα, με κάταγμα συντριπτικό στο πόδι. Με τις φωνές, που έκανα ως τραυματίας, με άκουσαν απ' τα διπλανά φυλάκια και η Πολυξένη-η σημερινή γυναίκα μου-ήταν η πρώτη, που ήρθε και περιποιήθηκε το τραύμα μου. Με πήρε στον ώμο, γιατί το σημείο, στο οποίο βρισκόμουν-κοντά στο δρόμο-ήταν επικίνδυνο και με ανέβασε σε ασφαλέστερο σημείο. Και μετά το περιστατικό αυτό χαθήκαμε».
-Εσείς, ρωτάω την κυρία Πολυξένη, πώς βρεθήκατε στο αντάρτικο;
-«Εμένα οι αντάρτες με επιστρατεύσανε μαζί με άλλα κορίτσια.
-Αν δεν κάνω λάθος, είχατε και σεις τραυματιστεί.
-«Βέβαια. Ήμασταν κάπου κοντά στα σύνορα, με το Φλωράκη. Είχαμε αποκλειστεί. Εκεί τραυματίστηκα. Έκατσα 18 μέρες μέσα σε μια σπηλιά μόνη μου. Η σφαίρα είχε διαπεράσει το σαγόνι μου και είχε καταστρέψει τα δόντια μου. Θυμάμαι τα σκουλήκια, που έπεφταν απ' την πληγή μου σαν κριθαράκι και γέμιζε το στόμα μου. Ακόμη σήμερα δεν μπορώ να φάω κριθαράκι.…».
-Τελικά τι απογίνατε μετά τον τραυματισμό σας;
-«Εγώ ,λέει ο Γιάννης, δύο μήνες παρέμεινα μαζί με άλλους 3-4 ελαφρότερα τραυματίες σε μια λούφα-όπως λεγόταν οι ασφαλείς κρυψώνες μέσα στο δάσος. Εκεί σ' αυτή την κατάσταση μας ανακάλυψε ο στρατός. Εγώ εκείνη τη στιγμή διέφυγα τη σύλληψη. Γιατί την ώρα, που συνέλαβαν τους άλλους ήμουνα λίγο πιο πέρα και δεν με βρήκαν.
Όμως ύστερα από καμιά δεκαριά μέρες με ανακάλυψαν. Σκέφτηκα ότι θα με σκότωναν. Ένας όμως ανθυπολοχαγός-δεν θα ξεχάσω ποτέ το όνομά του: Γιώργος Δεληγιάννης απ' την Αλεξανδρούπολη-μου 'δωσε θάρρος: "Μη φοβάσαι Μη φοβάσαι"! μου φώναζε διαρκώς. Κι όχι μόνο δεν με σκότωσαν, αλλά κυριολεκτικά "με κράτησαν στα χέρια". Κι ύστερα μου 'δωσαν ζώο και τρόφιμα κι ο ανθυπολοχαγός δεν έπαυε να μου δίνει κουράγιο. Έπεσα σε άγιους ανθρώπους...»
-«Κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα και στη δική μου περίπτωση, λέει η κ. Πολυξένη: Ύστερα από λίγο καιρό προδόθηκε η κρυψώνα μας. Μας περικύκλωσαν και μας συνέλαβαν. Δυο τρεις άντρες, που ήταν τραυματίες, τους σκότωσαν. Έναν άλλο τον έριξαν από μια γέφυρα στο ποτάμι. Κι έπειτα είπαν σε μένα: «Συναγωνίστρια ο συναγωνιστής πάει για ψάρεμα…».
-Ποια ήταν η οδύσσεια του καθενός σας από δω και πέρα;
-«Από δω και πέρα, λέει ο Γιάννης, άρχισε η περιπέτεια των φυλακών: Πέρασα από δυο στρατοδικεία και δικάστηκα δεκαεφτά και δώδεκα χρόνια αντίστοιχα. Γιατί, πέραν της κατηγορίας ότι κατατάχτηκα στο δημοκρατικό στρατό, δεν με βάραινε καμιά άλλη. Στη φυλακή κάθισα τρία χρόνια και για το υπόλοιπο της ποινής μου πήρα χάρη».
-«Εμένα, λέει η κ. Πολυξένη, μετά τη σύλληψή μου με πήρε ο στρατός και με πήγε στην Άρτα και τελικά στην Αθήνα, στο νοσοκομείο. Είχα δυο-τρεις μήνες μέσα. Κι όταν έγινα καλά μου είπαν: «Μετά το στρατοδικείο-ήταν σίγουροι για την αθώωσή μου- να ξανάρθεις, για να σου κάνουμε πλαστική εγχείριση. Μετά όμως τη θεραπεία μου και την αθώωσή μου το τελευταίο πράγμα που μ' ενδιέφερε ήταν οι πλαστικές εγχειρίσεις και η αισθητική του προσώπου μου…"
-Τελικά πώς φτάσατε στο γάμο;
-«Μετά το περιστατικό του τραυματισμού μου, όπως είπα και πρωτύτερα, συνεχίζει ο Γιάννης, χαθήκαμε. Και δεν ήξερα αν η Πολυξένη ζει ή χάθηκε. Και χάρηκα, όταν στις φυλακές της Λαμίας την ξαναείδα. Είπα, λοιπόν, στον πατέρα μου: Θα πάρεις αυτή την κοπέλα στο σπίτι μας. Κι αν γυρίσω στο σπίτι θα την παντρευτώ. Αν όμως δεν γυρίσω, θα την παντρέψεις εσύ, σάμπως να 'ναι κόρη σου!
Έτσι κι έγινε. Η κοπέλα πέρασε κι αυτή από στρατοδικείο και απαλλάχτηκε. Και ο πατέρας μου, όπως του είπα, πήγε και την πήρε και την έφερε στο σπίτι μας, όπου και με περίμενε για ένα εξάμηνο.
Δυο μέρες μετά την επιστροφή μου έγινε ο γάμος μας. Η ζωή μας από κει και πέρα ήταν, δόξα τω Θεώ, όμορφη και ευτυχισμένη. Έχω δυο γιους-καλά παιδιά -και τέσσερις εγγονές.
Έτσι η οδύσσειά μου, που άρχισε στις δύο Μαΐου του '38 ύστερα από περιπέτεια δεκατεσσάρων χρόνων, τερματίστηκε στις δύο Μαΐου το '52. Οπότε και γύρισα στο σπίτι μου. Η ημερομηνία δύο Μαΐου κατά ένα μυστηριώδη τρόπο σημάδεψε τους αλλεπάλληλους σταθμούς της 14χρονης οδύσσειάς μου: Στο στρατό, στο αντάρτικο, στη φυλακή, στην επιστροφή στο σπίτι μου...."
Ο Γιάννης Τσώνης των 92 και η κ. Πολυξένη των 85 Μαΐων, πάλεψαν και διώχτηκαν για τη δικαιοσύνη. Μέσα στον ανεμοστρόβιλο του εμφυλίου, με τα μεγάλα πάθη και λάθη, κράτησαν άσβεστη τη φλόγα της ανθρωπιάς τους. Και τώρα μέσα στα χιόνια των γηρατειών τους θυμούνται τα χιόνια των βουνών, στα οποία πολέμησαν. Κι ελπίζουν πως ο Μάης του αγώνα του δικού τους και τόσων άλλων θα φέρει κάποτε το καλοκαίρι της δικαιοσύνης και της ειρήνης για όλη την ανθρωπότητα και όλους τους ανθρώπους…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου