Η Καθαρή Δευτέρα σημαίνει το τέλος της Αποκριάς και την έναρξη της Σαρακοστής. Παραδοσιακά συμβολίζει την εκδήλωση της αγάπης μας προς τη φύση, εξ’ού και το πέταγμα του χαρταετού, και την αφετηρία της ψυχικής και σωματικής προετοιμασίας για την Εβδομάδα των Παθών και την Ανάσταση, με νηστεία και κατάνυξη.
Η Καθαρή Δευτέρα σαν γιορτή, έχει ρίζες στην αρχαιότητα και τα κατ’αγρούς Διονύσια, ενώ ονομάστηκε αργότερα καθαρά γιατί από το πρωί οι νοικοκυρές συνήθιζαν να καθαρίζουν τα σκεύη τους από τα μαγειρέματα της Αποκριάς και να ξεπετούν τα κρεατικά αποφάγια.
Το δε μενού τη μέρα αυτή περιλαμβάνει αποκλειστικά τα κούλουμα, λέξη που παράγεται από το λατινικό colum, και σημαίνει καθαρός. Τα κούλουμα οφείλουν να είναι λιτά και νηστίσιμα, η άσπρη φασολάδα και η λαγάνα, άζυμο ψωμί, ξεχωρίζουν, ενώ συνηθίζονται και τα σαλατικά, ο ταραμάς και οι ελιές.
Σε κάποια μέρη της Ελλάδας, όμως, οι κάτοικοι έχουν και άλλες προετοιμασίες. Πολλές από αυτές είναι ιδιαίτερα πρωτότυπες και διασκεδαστικές, περνάνε κοινωνικά μηνύματα και συχνά προκαλούν συγκίνηση γιατί, ακόμα και μετά από δεκάδες χρόνια, πραγματοποιούνται με την ίδια φροντίδα και το ίδιο κέφι.
Ένα από αυτά τα μέρη είναι και η Βόνιτσα όπου μέχρι και στις μέρες μας αναβιώνει 'Το έθιμο του Αχυρένιου-Γληγοράκη με ιδιαίτερη θέρμη από τους κατοίκους της.
'Το έθιμο του Αχυρένιου-Γληγοράκη αναβιώνει κάθε Καθαρά Δευτέρα στην πόλη της Βόνιτσας. Είναι μια νότα παράδοσης που καταφέρνει συνδυάζοντας σάτιρα και διασκέδαση να προσφέρει κάθε φορά ξεχωριστές στιγμές στους επισκέπτες και τους ντόπιους. Οι απόψεις για τη προέλευση του εθίμου διίστανται. Κατά μία εκδοχή το έθιμο είναι εξέλιξη της σκωπτικής παράστασης κάποιων μοναχών της Αγίας Παρασκευής εις βάρος ενός μοναχού με το όνομα Γρηγόριος. Αλλοι υποστηρίζουν ότι το έθιμο είναι κληρονομιά από τους Βενετσιάνους από την περίοδο που κατείχαν την περιοχή μας. Όμως η επικρατέστερη άποψη είναι αυτή που θέλει τον Γληγοράκη ψαρά ο οποίος αρνήθηκε τη θάλασσα και έψαξε τη τύχη του στη στεριά. Η θάλασσα όμως τον εκδικήθηκε και τον έριξε στα ξένα, να ταλαιπωρείται και να μην μπορεί να έχει σταθερή δουλειά. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το δρώμενο έχει στοιχεία των Διονυσιακών τελετών και των αρχαίων τελετών που γίνονταν για την υποδοχή της Ανοιξης.
Η διατήρηση και ο εμπλουτισμός του δρώμενου οφείλεται σίγουρα στους ντόπιους ψαράδες. Κάθε χρόνο την Αποκριά, οι ψαράδες ξαναθυμούνται εκείνο τον ψαρά, τον Γληγοράκη, και τον καταδικάζουν με το δικό τους τρόπο. Αφού πιούν, μασκαρευτούν από το Σαββατόβραδο της Τυρινής έως την Καθαρά Δευτέρα βλέπουν τον αρνητή της θάλασσας να έρχεται όπως τότε, που τον έφεραν σηκωτό για να τον πάνε στο Κοιμητήριο του ψαράδικου συνοικισμού.
Πρόχειρα φτιαγμένος από άχυρο και παλιά ρούχα κάνει την είσοδό του πάνω σε ένα γάιδαρο που τον τραβά ένας αγροφύλακας και του προσφέρουν βοήθεια δύο γιδοβοσκοί. Οι ρόλοι είναι από χρόνια μοιρασμένοι. Η μάνα, η γυναίκα, οι μοιρολογίστρες, ο γιατρός, οι συγγενείς, ο παππάς. Κάθε χρόνο κανούργια βάσανα περιμένουν τον Γληγοράκη. Κάθε στάση που κάνει δίνεται και μια μικρή θεατρική παράσταση. Ο γιατρός βγάζει γνωμάτευση κάνοντας ερωτήσεις στους συγγενείς και εξετάζει τον ασθενή. Με το πέρασμα των χρόνων η γνωμάτευση άρχισε να προσαρμόζεται στα δεδομένα της εποχής και κατέληξε σε αναπαράσταση και διακωμώδηση της επικαιρότητας.
Μέσα σε μοιρολόγια και θρήνους πλησιάζει ο παπάς με τα παπαδοπαίδια. Τα λόγια του παραλλαγμένα τροπάρια της νεκρώσιμης ακολουθίας. Το δειλινό στην κεντρική πλατεία της Βόνιτσας δίνεται η πιο μεγάλη παράσταση. Γλέντι με θαλασσινά, άφθονο κρασί, χορός και τραγούδι. Προς το τέλος της τελετής, σε κάποια διακοπή του γλεντιού, κάποιος εκφωνεί τον επικήδειο, που δεν είναι παρά μια καυστική σάτιρα της επικαιρότητας. Το απόβραδο ο Γληγοράκης στην άκρη του γιαλού ή μέσα σε πρόχειρα κατασκευασμένη βάρκα, ρίχνεται στη φωτιά. Γύρω από τον αχυρένιο που σιγοκαίγεται, γίνεται το γλέντι κορυφώνεται με χορό και ποτό. Αλλη μια Αποκριά φεύγει... μαζί με το Γληγοράκη...'
Η Καθαρή Δευτέρα σαν γιορτή, έχει ρίζες στην αρχαιότητα και τα κατ’αγρούς Διονύσια, ενώ ονομάστηκε αργότερα καθαρά γιατί από το πρωί οι νοικοκυρές συνήθιζαν να καθαρίζουν τα σκεύη τους από τα μαγειρέματα της Αποκριάς και να ξεπετούν τα κρεατικά αποφάγια.
Το δε μενού τη μέρα αυτή περιλαμβάνει αποκλειστικά τα κούλουμα, λέξη που παράγεται από το λατινικό colum, και σημαίνει καθαρός. Τα κούλουμα οφείλουν να είναι λιτά και νηστίσιμα, η άσπρη φασολάδα και η λαγάνα, άζυμο ψωμί, ξεχωρίζουν, ενώ συνηθίζονται και τα σαλατικά, ο ταραμάς και οι ελιές.
Σε κάποια μέρη της Ελλάδας, όμως, οι κάτοικοι έχουν και άλλες προετοιμασίες. Πολλές από αυτές είναι ιδιαίτερα πρωτότυπες και διασκεδαστικές, περνάνε κοινωνικά μηνύματα και συχνά προκαλούν συγκίνηση γιατί, ακόμα και μετά από δεκάδες χρόνια, πραγματοποιούνται με την ίδια φροντίδα και το ίδιο κέφι.
Ένα από αυτά τα μέρη είναι και η Βόνιτσα όπου μέχρι και στις μέρες μας αναβιώνει 'Το έθιμο του Αχυρένιου-Γληγοράκη με ιδιαίτερη θέρμη από τους κατοίκους της.
'Το έθιμο του Αχυρένιου-Γληγοράκη αναβιώνει κάθε Καθαρά Δευτέρα στην πόλη της Βόνιτσας. Είναι μια νότα παράδοσης που καταφέρνει συνδυάζοντας σάτιρα και διασκέδαση να προσφέρει κάθε φορά ξεχωριστές στιγμές στους επισκέπτες και τους ντόπιους. Οι απόψεις για τη προέλευση του εθίμου διίστανται. Κατά μία εκδοχή το έθιμο είναι εξέλιξη της σκωπτικής παράστασης κάποιων μοναχών της Αγίας Παρασκευής εις βάρος ενός μοναχού με το όνομα Γρηγόριος. Αλλοι υποστηρίζουν ότι το έθιμο είναι κληρονομιά από τους Βενετσιάνους από την περίοδο που κατείχαν την περιοχή μας. Όμως η επικρατέστερη άποψη είναι αυτή που θέλει τον Γληγοράκη ψαρά ο οποίος αρνήθηκε τη θάλασσα και έψαξε τη τύχη του στη στεριά. Η θάλασσα όμως τον εκδικήθηκε και τον έριξε στα ξένα, να ταλαιπωρείται και να μην μπορεί να έχει σταθερή δουλειά. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το δρώμενο έχει στοιχεία των Διονυσιακών τελετών και των αρχαίων τελετών που γίνονταν για την υποδοχή της Ανοιξης.
Η διατήρηση και ο εμπλουτισμός του δρώμενου οφείλεται σίγουρα στους ντόπιους ψαράδες. Κάθε χρόνο την Αποκριά, οι ψαράδες ξαναθυμούνται εκείνο τον ψαρά, τον Γληγοράκη, και τον καταδικάζουν με το δικό τους τρόπο. Αφού πιούν, μασκαρευτούν από το Σαββατόβραδο της Τυρινής έως την Καθαρά Δευτέρα βλέπουν τον αρνητή της θάλασσας να έρχεται όπως τότε, που τον έφεραν σηκωτό για να τον πάνε στο Κοιμητήριο του ψαράδικου συνοικισμού.
Πρόχειρα φτιαγμένος από άχυρο και παλιά ρούχα κάνει την είσοδό του πάνω σε ένα γάιδαρο που τον τραβά ένας αγροφύλακας και του προσφέρουν βοήθεια δύο γιδοβοσκοί. Οι ρόλοι είναι από χρόνια μοιρασμένοι. Η μάνα, η γυναίκα, οι μοιρολογίστρες, ο γιατρός, οι συγγενείς, ο παππάς. Κάθε χρόνο κανούργια βάσανα περιμένουν τον Γληγοράκη. Κάθε στάση που κάνει δίνεται και μια μικρή θεατρική παράσταση. Ο γιατρός βγάζει γνωμάτευση κάνοντας ερωτήσεις στους συγγενείς και εξετάζει τον ασθενή. Με το πέρασμα των χρόνων η γνωμάτευση άρχισε να προσαρμόζεται στα δεδομένα της εποχής και κατέληξε σε αναπαράσταση και διακωμώδηση της επικαιρότητας.
Μέσα σε μοιρολόγια και θρήνους πλησιάζει ο παπάς με τα παπαδοπαίδια. Τα λόγια του παραλλαγμένα τροπάρια της νεκρώσιμης ακολουθίας. Το δειλινό στην κεντρική πλατεία της Βόνιτσας δίνεται η πιο μεγάλη παράσταση. Γλέντι με θαλασσινά, άφθονο κρασί, χορός και τραγούδι. Προς το τέλος της τελετής, σε κάποια διακοπή του γλεντιού, κάποιος εκφωνεί τον επικήδειο, που δεν είναι παρά μια καυστική σάτιρα της επικαιρότητας. Το απόβραδο ο Γληγοράκης στην άκρη του γιαλού ή μέσα σε πρόχειρα κατασκευασμένη βάρκα, ρίχνεται στη φωτιά. Γύρω από τον αχυρένιο που σιγοκαίγεται, γίνεται το γλέντι κορυφώνεται με χορό και ποτό. Αλλη μια Αποκριά φεύγει... μαζί με το Γληγοράκη...'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου